Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεννέπω
προεννοέω
προεννόημα
προενοικέω
προενοίκησις
προενσείω
προενστατέον
προεντείνω
προέντευξις
προεντίθημι
προεντίκτω
προεντυγχάνω
προένωμα
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξαδυνατέω
προεξαιθριάζω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαιτέω
View word page
προεντίκτω
lay in before

ShortDef

lay in before

Debugging

Headword:
προεντίκτω
Headword (normalized):
προεντίκτω
Headword (normalized/stripped):
προεντικτω
IDX:
73591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73592
Key:

Data

{'content': 'lay in before'}