Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προενεχυράζω
προενεχυριάζω
προενθυμέω
προενθύμησις
προενιδρύω
προενίημι
προενίσταμαι
προεννέπω
προεννοέω
προεννόημα
προενοικέω
προενοίκησις
προενσείω
προενστατέον
προεντείνω
προέντευξις
προεντίθημι
προεντίκτω
προεντυγχάνω
προένωμα
προεξαγγέλλω
View word page
προενοικέω
dwell in

ShortDef

dwell in

Debugging

Headword:
προενοικέω
Headword (normalized):
προενοικέω
Headword (normalized/stripped):
προενοικεω
IDX:
73584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73585
Key:

Data

{'content': 'dwell in'}