Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
View word page
ἀνεποργίξομαι
to be roused by anger

ShortDef

to be roused by anger

Debugging

Headword:
ἀνεποργίξομαι
Headword (normalized):
ἀνεποργίξομαι
Headword (normalized/stripped):
ανεποργιξομαι
IDX:
7357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7358
Key:

Data

{'content': 'to be roused by anger'}