Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προενδημέω
προενδίδωμι
προενέδρα
προενεδρεύω
προένειμι
προενείρω
προενεκτέον
προενεργέω
προενέρχομαι
προενέχομαι
προενεχυράζω
View word page
προενδημέω
to be in

ShortDef

to be in

Debugging

Headword:
προενδημέω
Headword (normalized):
προενδημέω
Headword (normalized/stripped):
προενδημεω
IDX:
73564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73565
Key:

Data

{'content': 'to be in'}