Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεμπίμπλημι
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προενδημέω
προενδίδωμι
προενέδρα
προενεδρεύω
προένειμι
προενείρω
προενεκτέον
View word page
προεμφορέομαι
to be filled full before

ShortDef

to be filled full before

Debugging

Headword:
προεμφορέομαι
Headword (normalized):
προεμφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
προεμφορεομαι
IDX:
73560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73561
Key:

Data

{'content': 'to be filled full before'}