Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προεμβρέχω
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίμπλημι
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προενδημέω
View word page
προεμπνέω
blow into before

ShortDef

blow into before

Debugging

Headword:
προεμπνέω
Headword (normalized):
προεμπνέω
Headword (normalized/stripped):
προεμπνεω
IDX:
73554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73555
Key:

Data

{'content': 'blow into before'}