Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προεμβρέχω
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίμπλημι
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
View word page
προεμπίπτω
fall on

ShortDef

fall on

Debugging

Headword:
προεμπίπτω
Headword (normalized):
προεμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προεμπιπτω
IDX:
73553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73554
Key:

Data

{'content': 'fall on'}