Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προεμβρέχω
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίμπλημι
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
προενάρχομαι
View word page
προεμπίπρημι
burn first

ShortDef

burn first

Debugging

Headword:
προεμπίπρημι
Headword (normalized):
προεμπίπρημι
Headword (normalized/stripped):
προεμπιπρημι
IDX:
73552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73553
Key:

Data

{'content': 'burn first'}