Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προεμβρέχω
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίμπλημι
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
προεμφορέομαι
προεμφυσάω
View word page
προεμπίπλαμαι
to be filled up before

ShortDef

to be filled up before

Debugging

Headword:
προεμπίπλαμαι
Headword (normalized):
προεμπίπλαμαι
Headword (normalized/stripped):
προεμπιπλαμαι
IDX:
73551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73552
Key:

Data

{'content': 'to be filled up before'}