Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προεμβρέχω
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίμπλημι
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
προέμφασις
View word page
προεμμελετάω
practise before

ShortDef

practise before

Debugging

Headword:
προεμμελετάω
Headword (normalized):
προεμμελετάω
Headword (normalized/stripped):
προεμμελεταω
IDX:
73549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73550
Key:

Data

{'content': 'practise before'}