Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
ἀνεπιτρόπευτος
ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
View word page
ἀνεπιχείρητος
unassailable
ShortDef
unassailable
Debugging
Headword:
ἀνεπιχείρητος
Headword (normalized):
ἀνεπιχείρητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιχειρητος
IDX:
7354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7355
Key:
Data
{'content': 'unassailable'}