Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προελκόομαι
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προεμβρέχω
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίμπλημι
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
προεμπολεύω
προεμφαίνω
προεμφανίζομαι
View word page
προεμέω
vomit beforehand

ShortDef

vomit beforehand

Debugging

Headword:
προεμέω
Headword (normalized):
προεμέω
Headword (normalized/stripped):
προεμεω
IDX:
73548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73549
Key:

Data

{'content': 'vomit beforehand'}