Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προελευθερόομαι
προέλευσις
προελκομένως
προελκόομαι
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προεμβρέχω
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίμπλημι
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
προεμπνέω
προεμπολεύς
View word page
προεμβιβάζω
to put in before

ShortDef

to put in before

Debugging

Headword:
προεμβιβάζω
Headword (normalized):
προεμβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
προεμβιβαζω
IDX:
73545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73546
Key:

Data

{'content': 'to put in before'}