Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προελαύνω
προελέγχω
προελευθερόομαι
προέλευσις
προελκομένως
προελκόομαι
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προεμβρέχω
προεμέω
προεμμελετάω
προεμπίμπλημι
προεμπίπλαμαι
προεμπίπρημι
προεμπίπτω
View word page
προεμβατήριος
belonging to a προεμβάτης, one who first boarded enemy ship

ShortDef

belonging to a προεμβάτης, one who first boarded enemy ship

Debugging

Headword:
προεμβατήριος
Headword (normalized):
προεμβατήριος
Headword (normalized/stripped):
προεμβατηριος
IDX:
73543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73544
Key:

Data

{'content': 'belonging to a προεμβάτης, one who first boarded enemy ship'}