Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκφράττω
προεκφωνέω
προεκχέω
προεκχωρέω
προέλασις
προελαύνω
προελέγχω
προελευθερόομαι
προέλευσις
προελκομένως
προελκόομαι
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
προεμβόλιον
προεμβρέχω
προεμέω
View word page
προελκόομαι
be ulcerated before

ShortDef

be ulcerated before

Debugging

Headword:
προελκόομαι
Headword (normalized):
προελκόομαι
Headword (normalized/stripped):
προελκοομαι
IDX:
73538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73539
Key:

Data

{'content': 'be ulcerated before'}