Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκφοβέω
προεκφόβησις
προεκφοιτάω
προεκφράττω
προεκφωνέω
προεκχέω
προεκχωρέω
προέλασις
προελαύνω
προελέγχω
προελευθερόομαι
προέλευσις
προελκομένως
προελκόομαι
προέλκω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβατήριος
προεμβάτης
προεμβιβάζω
View word page
προελευθερόομαι
to be set free before

ShortDef

to be set free before

Debugging

Headword:
προελευθερόομαι
Headword (normalized):
προελευθερόομαι
Headword (normalized/stripped):
προελευθεροομαι
IDX:
73535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73536
Key:

Data

{'content': 'to be set free before'}