Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
ἀνεπιτρόπευτος
ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
View word page
ἀνεπίφραστος
unthought of

ShortDef

unthought of

Debugging

Headword:
ἀνεπίφραστος
Headword (normalized):
ἀνεπίφραστος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιφραστος
IDX:
7352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7353
Key:

Data

{'content': 'unthought of'}