Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
προεκτυπόω
προεκφέρω
προεκφεύγω
προεκφλογόω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προεκφοιτάω
προεκφράττω
προεκφωνέω
προεκχέω
προεκχωρέω
προέλασις
προελαύνω
προελέγχω
προελευθερόομαι
προέλευσις
προελκομένως
προελκόομαι
View word page
προεκφράττω
first remove obstruction

ShortDef

first remove obstruction

Debugging

Headword:
προεκφράττω
Headword (normalized):
προεκφράττω
Headword (normalized/stripped):
προεκφραττω
IDX:
73528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73529
Key:

Data

{'content': 'first remove obstruction'}