Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
προεκτυπόω
προεκφέρω
προεκφεύγω
προεκφλογόω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προεκφοιτάω
προεκφράττω
προεκφωνέω
προεκχέω
προεκχωρέω
προέλασις
προελαύνω
προελέγχω
προελευθερόομαι
View word page
προεκφοβέω
to scare away before

ShortDef

to scare away before

Debugging

Headword:
προεκφοβέω
Headword (normalized):
προεκφοβέω
Headword (normalized/stripped):
προεκφοβεω
IDX:
73525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73526
Key:

Data

{'content': 'to scare away before'}