Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
προεκτυπόω
προεκφέρω
προεκφεύγω
προεκφλογόω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προεκφοιτάω
προεκφράττω
προεκφωνέω
προεκχέω
View word page
προεκτρύχω
wear out beforehand

ShortDef

wear out beforehand

Debugging

Headword:
προεκτρύχω
Headword (normalized):
προεκτρύχω
Headword (normalized/stripped):
προεκτρυχω
IDX:
73520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73521
Key:

Data

{'content': 'wear out beforehand'}