Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
προεκτυπόω
προεκφέρω
προεκφεύγω
προεκφλογόω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προεκφοιτάω
προεκφράττω
προεκφωνέω
View word page
προεκτρέχω
to run out before

ShortDef

to run out before

Debugging

Headword:
προεκτρέχω
Headword (normalized):
προεκτρέχω
Headword (normalized/stripped):
προεκτρεχω
IDX:
73519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73520
Key:

Data

{'content': 'to run out before'}