Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
προεκτυπόω
προεκφέρω
προεκφεύγω
προεκφλογόω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προεκφοιτάω
View word page
προεκτίλλω
pluck out before

ShortDef

pluck out before

Debugging

Headword:
προεκτίλλω
Headword (normalized):
προεκτίλλω
Headword (normalized/stripped):
προεκτιλλω
IDX:
73517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73518
Key:

Data

{'content': 'pluck out before'}