Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
προεκτυπόω
προεκφέρω
προεκφεύγω
προεκφλογόω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
View word page
προεκτίκτω
lay before

ShortDef

lay before

Debugging

Headword:
προεκτίκτω
Headword (normalized):
προεκτίκτω
Headword (normalized/stripped):
προεκτικτω
IDX:
73516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73517
Key:

Data

{'content': 'lay before'}