Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
προεκτυπόω
προεκφέρω
προεκφεύγω
View word page
προεκτέμνω
cut out first
ShortDef
cut out first
Debugging
Headword:
προεκτέμνω
Headword (normalized):
προεκτέμνω
Headword (normalized/stripped):
προεκτεμνω
IDX:
73513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73514
Key:
Data
{'content': 'cut out first'}