Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκπέμπω
προεκπηδάω
προεκπίνω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
προεκτρέχω
προεκτρύχω
View word page
προεκρήγνυμαι
break out suddenly

ShortDef

break out suddenly

Debugging

Headword:
προεκρήγνυμαι
Headword (normalized):
προεκρήγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
προεκρηγνυμαι
IDX:
73510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73511
Key:

Data

{'content': 'break out suddenly'}