Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
ἀνεπιτρόπευτος
ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
View word page
ἀνεπιφθόνητος
unenvied

ShortDef

unenvied

Debugging

Headword:
ἀνεπιφθόνητος
Headword (normalized):
ἀνεπιφθόνητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιφθονητος
IDX:
7350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7351
Key:

Data

{'content': 'unenvied'}