Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκνιτρόω
προεκνιτρωτέον
προεκπέμπω
προεκπηδάω
προεκπίνω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
προεκτίκτω
προεκτίλλω
προεκτίνω
View word page
προέκπτωσις
a going beyond limits

ShortDef

a going beyond limits

Debugging

Headword:
προέκπτωσις
Headword (normalized):
προέκπτωσις
Headword (normalized/stripped):
προεκπτωσις
IDX:
73508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73509
Key:

Data

{'content': 'a going beyond limits'}