Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκμανθάνω
προεκμάττω
προεκμυζάω
προεκνιτρόω
προεκνιτρωτέον
προεκπέμπω
προεκπηδάω
προεκπίνω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
προεκτήκω
προεκτίθημι
View word page
προεκπλήσσω
to astound before

ShortDef

to astound before

Debugging

Headword:
προεκπλήσσω
Headword (normalized):
προεκπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
προεκπλησσω
IDX:
73505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73506
Key:

Data

{'content': 'to astound before'}