Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκλογίζομαι
προεκλύω
προεκμανθάνω
προεκμάττω
προεκμυζάω
προεκνιτρόω
προεκνιτρωτέον
προεκπέμπω
προεκπηδάω
προεκπίνω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
προεκτείνω
προεκτελέω
προεκτέμνω
View word page
προεκπίπτω
fall

ShortDef

fall

Debugging

Headword:
προεκπίπτω
Headword (normalized):
προεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προεκπιπτω
IDX:
73503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73504
Key:

Data

{'content': 'fall'}