Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκλάμπω
προεκλέγω
προεκλείπω
προεκλογίζομαι
προεκλύω
προεκμανθάνω
προεκμάττω
προεκμυζάω
προεκνιτρόω
προεκνιτρωτέον
προεκπέμπω
προεκπηδάω
προεκπίνω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
προεκρήγνυμαι
View word page
προεκπέμπω
to send out before

ShortDef

to send out before

Debugging

Headword:
προεκπέμπω
Headword (normalized):
προεκπέμπω
Headword (normalized/stripped):
προεκπεμπω
IDX:
73500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73501
Key:

Data

{'content': 'to send out before'}