Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκκρούω
προεκλάμπω
προεκλέγω
προεκλείπω
προεκλογίζομαι
προεκλύω
προεκμανθάνω
προεκμάττω
προεκμυζάω
προεκνιτρόω
προεκνιτρωτέον
προεκπέμπω
προεκπηδάω
προεκπίνω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
προεκρέω
View word page
προεκνιτρωτέον
one must clean beforehand

ShortDef

one must clean beforehand

Debugging

Headword:
προεκνιτρωτέον
Headword (normalized):
προεκνιτρωτέον
Headword (normalized/stripped):
προεκνιτρωτεον
IDX:
73499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73500
Key:

Data

{'content': 'one must clean beforehand'}