Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπιτέχνητος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
ἀνεπιτρόπευτος
ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
View word page
ἀνεπίφατος
unexpected
ShortDef
unexpected
Debugging
Headword:
ἀνεπίφατος
Headword (normalized):
ἀνεπίφατος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιφατος
IDX:
7349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7350
Key:
Data
{'content': 'unexpected'}