Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προέκκρισις
προεκκρούω
προεκλάμπω
προεκλέγω
προεκλείπω
προεκλογίζομαι
προεκλύω
προεκμανθάνω
προεκμάττω
προεκμυζάω
προεκνιτρόω
προεκνιτρωτέον
προεκπέμπω
προεκπηδάω
προεκπίνω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκποιέω
προεκπονέω
προέκπτωσις
View word page
προεκνιτρόω
clean beforehand with

ShortDef

clean beforehand with

Debugging

Headword:
προεκνιτρόω
Headword (normalized):
προεκνιτρόω
Headword (normalized/stripped):
προεκνιτροω
IDX:
73498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73499
Key:

Data

{'content': 'clean beforehand with'}