Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
προεκκαλέω
προέκκειμαι
προεκκενόω
προεκκλύζω
προεκκομίζω
προεκκοπρόω
προεκκόπτω
προεκκρίνω
προέκκρισις
προεκκρούω
προεκλάμπω
προεκλέγω
προεκλείπω
προεκλογίζομαι
προεκλύω
προεκμανθάνω
προεκμάττω
προεκμυζάω
View word page
προεκκρίνω
anticipate a crisis; clear out first
ShortDef
anticipate a crisis; clear out first
Debugging
Headword:
προεκκρίνω
Headword (normalized):
προεκκρίνω
Headword (normalized/stripped):
προεκκρινω
IDX:
73487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73488
Key:
Data
{'content': 'anticipate a crisis; clear out first'}