Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
προεκκαλέω
προέκκειμαι
προεκκενόω
προεκκλύζω
προεκκομίζω
προεκκοπρόω
προεκκόπτω
προεκκρίνω
προέκκρισις
προεκκρούω
προεκλάμπω
προεκλέγω
προεκλείπω
προεκλογίζομαι
προεκλύω
προεκμανθάνω
View word page
προεκκοπρόω
remove faeces first

ShortDef

remove faeces first

Debugging

Headword:
προεκκοπρόω
Headword (normalized):
προεκκοπρόω
Headword (normalized/stripped):
προεκκοπροω
IDX:
73485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73486
Key:

Data

{'content': 'remove faeces first'}