Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκθετέον
προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
προεκκαλέω
προέκκειμαι
προεκκενόω
προεκκλύζω
προεκκομίζω
προεκκοπρόω
προεκκόπτω
προεκκρίνω
προέκκρισις
προεκκρούω
προεκλάμπω
προεκλέγω
προεκλείπω
προεκλογίζομαι
προεκλύω
View word page
προεκκομίζω
to carry out beforehand

ShortDef

to carry out beforehand

Debugging

Headword:
προεκκομίζω
Headword (normalized):
προεκκομίζω
Headword (normalized/stripped):
προεκκομιζω
IDX:
73484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73485
Key:

Data

{'content': 'to carry out beforehand'}