Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκδρομή
προεκζέω
προεκθερμαίνω
προέκθεσις
προεκθετέον
προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
προεκκαλέω
προέκκειμαι
προεκκενόω
προεκκλύζω
προεκκομίζω
προεκκοπρόω
προεκκόπτω
προεκκρίνω
προέκκρισις
προεκκρούω
προεκλάμπω
View word page
προεκκαλέω
procitat

ShortDef

procitat

Debugging

Headword:
προεκκαλέω
Headword (normalized):
προεκκαλέω
Headword (normalized/stripped):
προεκκαλεω
IDX:
73480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73481
Key:

Data

{'content': 'procitat'}