Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκδίδωμι
προέκδοσις
προεκδρομή
προεκζέω
προεκθερμαίνω
προέκθεσις
προεκθετέον
προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
προεκκαλέω
προέκκειμαι
προεκκενόω
προεκκλύζω
προεκκομίζω
προεκκοπρόω
προεκκόπτω
προεκκρίνω
προέκκρισις
View word page
προεκκαθαίρω
cleanse, purify before

ShortDef

cleanse, purify before

Debugging

Headword:
προεκκαθαίρω
Headword (normalized):
προεκκαθαίρω
Headword (normalized/stripped):
προεκκαθαιρω
IDX:
73478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73479
Key:

Data

{'content': 'cleanse, purify before'}