Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκδιδάσκω
προεκδίδωμι
προέκδοσις
προεκδρομή
προεκζέω
προεκθερμαίνω
προέκθεσις
προεκθετέον
προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
προεκκαλέω
προέκκειμαι
προεκκενόω
προεκκλύζω
προεκκομίζω
προεκκοπρόω
προεκκόπτω
προεκκρίνω
View word page
προεκθρῴσκω
leap out before

ShortDef

leap out before

Debugging

Headword:
προεκθρῴσκω
Headword (normalized):
προεκθρῴσκω
Headword (normalized/stripped):
προεκθρωσκω
IDX:
73477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73478
Key:

Data

{'content': 'leap out before'}