Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεκδέχομαι
προεκδιδάσκω
προεκδίδωμι
προέκδοσις
προεκδρομή
προεκζέω
προεκθερμαίνω
προέκθεσις
προεκθετέον
προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
προεκκαλέω
προέκκειμαι
προεκκενόω
προεκκλύζω
προεκκομίζω
προεκκοπρόω
προεκκόπτω
View word page
προεκθέω
to run out before, sally from the ranks, rush on
ShortDef
to run out before, sally from the ranks, rush on
Debugging
Headword:
προεκθέω
Headword (normalized):
προεκθέω
Headword (normalized/stripped):
προεκθεω
IDX:
73476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73477
Key:
Data
{'content': 'to run out before, sally from the ranks, rush on'}