Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεκδαπανάω
προεκδέχομαι
προεκδιδάσκω
προεκδίδωμι
προέκδοσις
προεκδρομή
προεκζέω
προεκθερμαίνω
προέκθεσις
προεκθετέον
προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
προεκκαλέω
προέκκειμαι
προεκκενόω
προεκκλύζω
προεκκομίζω
προεκκοπρόω
View word page
προεκθετικός
introductory, prefatory

ShortDef

introductory, prefatory

Debugging

Headword:
προεκθετικός
Headword (normalized):
προεκθετικός
Headword (normalized/stripped):
προεκθετικος
IDX:
73475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73476
Key:

Data

{'content': 'introductory, prefatory'}