Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεισφέρω
προεισφορά
προείσφορος
προεκβάλλω
προέκβασις
προεκβιβάζω
προεκδαπανάω
προεκδέχομαι
προεκδιδάσκω
προεκδίδωμι
προέκδοσις
προεκδρομή
προεκζέω
προεκθερμαίνω
προέκθεσις
προεκθετέον
προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
προεκκαίω
View word page
προέκδοσις
previous edition

ShortDef

previous edition

Debugging

Headword:
προέκδοσις
Headword (normalized):
προέκδοσις
Headword (normalized/stripped):
προεκδοσις
IDX:
73469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73470
Key:

Data

{'content': 'previous edition'}