Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεισπράσσω
προεισφέρω
προεισφορά
προείσφορος
προεκβάλλω
προέκβασις
προεκβιβάζω
προεκδαπανάω
προεκδέχομαι
προεκδιδάσκω
προεκδίδωμι
προέκδοσις
προεκδρομή
προεκζέω
προεκθερμαίνω
προέκθεσις
προεκθετέον
προεκθετικός
προεκθέω
προεκθρῴσκω
προεκκαθαίρω
View word page
προεκδίδωμι
publish beforehand

ShortDef

publish beforehand

Debugging

Headword:
προεκδίδωμι
Headword (normalized):
προεκδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
προεκδιδωμι
IDX:
73468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73469
Key:

Data

{'content': 'publish beforehand'}