Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεισέρχομαι
προεισευπορέω
προεισηγέομαι
προεισόδιον
προεισπαίω
προεισπέμπω
προεισπορεύομαι
προεισπράσσω
προεισφέρω
προεισφορά
προείσφορος
προεκβάλλω
προέκβασις
προεκβιβάζω
προεκδαπανάω
προεκδέχομαι
προεκδιδάσκω
προεκδίδωμι
προέκδοσις
προεκδρομή
προεκζέω
View word page
προείσφορος
one who contributes to a προεισφορά

ShortDef

one who contributes to a προεισφορά

Debugging

Headword:
προείσφορος
Headword (normalized):
προείσφορος
Headword (normalized/stripped):
προεισφορος
IDX:
73461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73462
Key:

Data

{'content': 'one who contributes to a προεισφορά'}