Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεισελαύνω
προεισέρχομαι
προεισευπορέω
προεισηγέομαι
προεισόδιον
προεισπαίω
προεισπέμπω
προεισπορεύομαι
προεισπράσσω
προεισφέρω
προεισφορά
προείσφορος
προεκβάλλω
προέκβασις
προεκβιβάζω
προεκδαπανάω
προεκδέχομαι
προεκδιδάσκω
προεκδίδωμι
προέκδοσις
προεκδρομή
View word page
προεισφορά
money advanced to pay the εἰσφορά for others

ShortDef

money advanced to pay the εἰσφορά for others

Debugging

Headword:
προεισφορά
Headword (normalized):
προεισφορά
Headword (normalized/stripped):
προεισφορα
IDX:
73460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73461
Key:

Data

{'content': 'money advanced to pay the εἰσφορά for others'}