Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεισβάλλω
προεισδέω
προεισελαύνω
προεισέρχομαι
προεισευπορέω
προεισηγέομαι
προεισόδιον
προεισπαίω
προεισπέμπω
προεισπορεύομαι
προεισπράσσω
προεισφέρω
προεισφορά
προείσφορος
προεκβάλλω
προέκβασις
προεκβιβάζω
προεκδαπανάω
προεκδέχομαι
προεκδιδάσκω
προεκδίδωμι
View word page
προεισπράσσω
to exact money prematurely
ShortDef
to exact money prematurely
Debugging
Headword:
προεισπράσσω
Headword (normalized):
προεισπράσσω
Headword (normalized/stripped):
προεισπρασσω
IDX:
73458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73459
Key:
Data
{'content': 'to exact money prematurely'}