Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προέδρα
προεδρεύω
προεδρία
προεδρική
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεθιστέον
προεῖδον
προειδωλοποιέω
προεικάζω
πρόειμι
πρόειμι2
προεῖπον
προειρηνεύω
προεισάγω
προεισβάλλω
View word page
προεθίζω
to train beforehand

ShortDef

to train beforehand

Debugging

Headword:
προεθίζω
Headword (normalized):
προεθίζω
Headword (normalized/stripped):
προεθιζω
IDX:
73438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73439
Key:

Data

{'content': 'to train beforehand'}