Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεγχαράσσω
προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προέδρα
προεδρεύω
προεδρία
προεδρική
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεθιστέον
προεῖδον
προειδωλοποιέω
προεικάζω
πρόειμι
πρόειμι2
προεῖπον
προειρηνεύω
προεισάγω
View word page
προεέργω
to stop by standing before
ShortDef
to stop by standing before
Debugging
Headword:
προεέργω
Headword (normalized):
προεέργω
Headword (normalized/stripped):
προεεργω
IDX:
73437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73438
Key:
Data
{'content': 'to stop by standing before'}