Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προέγκειμαι
προεγκελεύομαι
προεγκλύζω
προεγκωμιάζω
προεγχαράσσω
προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προέδρα
προεδρεύω
προεδρία
προεδρική
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεθιστέον
προεῖδον
προειδωλοποιέω
προεικάζω
πρόειμι
View word page
προεδρεύω
to act as president

ShortDef

to act as president

Debugging

Headword:
προεδρεύω
Headword (normalized):
προεδρεύω
Headword (normalized/stripped):
προεδρευω
IDX:
73433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73434
Key:

Data

{'content': 'to act as president'}