Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεγκάθημαι
προεγκαλέω
προέγκειμαι
προεγκελεύομαι
προεγκλύζω
προεγκωμιάζω
προεγχαράσσω
προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προέδρα
προεδρεύω
προεδρία
προεδρική
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεθιστέον
προεῖδον
προειδωλοποιέω
View word page
προεγχυματίζω
make an infusion first

ShortDef

make an infusion first

Debugging

Headword:
προεγχυματίζω
Headword (normalized):
προεγχυματίζω
Headword (normalized/stripped):
προεγχυματιζω
IDX:
73431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73432
Key:

Data

{'content': 'make an infusion first'}